- γέμω
- (AM γέμω)είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ.β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν.γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ.δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος)μσν.- νεοελλ.γεμίζω κάτι («η ανδρεία σου γέμει κόσμον»)αρχ.φρ. «γέμοντι ἱστίῳ πλεῑν» — με γεμάτα, φουσκωμένα πανιάνεοελλ.(η μτχ. ως ουσ.) ο γέμωντο έμβλημα που ξεχωρίζει με το χρώμα ή το διαφορετικό μέταλλο μέσα σε θυρεό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον ομ. τ. γέντο «έλαβεν» < ρίζα *gem-, απ' όπου με μια ιδιάζουσα σημασιολογική εξέλιξη «παίρνω, κατέχω, πληρώ, γεμίζω» προήλθε η σημασία τής οικογένειας τού γέμω. Η λ. συνδέθηκε επίσης με το ουμβρ. kumiaf, ενώ αμφίβολος θεωρείται από μερικούς ο συσχετισμός με το λατ. gemo «στενάζω».ΠΑΡ. γεμίζωαρχ.γέμος, γόμοςνεοελλ.γεμάτος.ΣΥΝΘ. υπεργέμωαρχ.απογέμω, καταγέμω, υπεργέμω].
Dictionary of Greek. 2013.